- ὑπείρω
- ὑπ-είρω,A insert underneath,
τοὺς δακτύλους Hp.Art.32
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοὺς δακτύλους Hp.Art.32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπείρω — Α συνάπτω από κάτω («ὑπείρειν τοὺς δακτύλους», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἴρω (Ι) «συνάπτω, συναρμολογώ, συνδέω»] … Dictionary of Greek